Μια νέα αποστολή ante portas για τον έμπειρο εκπρόσωπο των μεγάλων εταιρειών του κατασκευαστικού κλάδου
Επιμένει ο Γιώργος Συριανός, Πρόεδρος του ΣΤΕΑΤ (Σύνδεσμος Τεχνικών Εταιριών Ανωτέρων Τάξεων) στις Πρότυπες Προτάσεις και, ενόψει του σχετικού νομοσχεδίου που θα φέρει τον Οκτώβριο στη Βουλή το Υπουργείο Υποδομών, καλείται σε μια νέα αποστολή: Ο έμπειρος εκπρόσωπος των μεγάλων εταιρειών του κατασκευαστικού κλάδου θα πρέπει να δώσει αφενός πιο αναλυτικές διευκρινίσεις αναφορικά με το πώς θα δουλέψει το νέο μοντέλο έργων και αφετέρου να “πείσει” την επιφυλακτική πολιτική ηγεσία του ΥΠΟΜΕΔΙ, ότι αυτό είναι και βιώσιμο δημοσιονομικά αλλά και χρηματοδοτοτήσιμο.
Ποια μπορεί να είναι η συμμετοχή του Δημοσίου
Για όσους παραβρέθηκαν στο 7o Συνέδριο Υποδομών και Μεταφορών και παρακολούθησαν τη συζήτηση για την προοπτική των έργων ΣΔΙΤ, έγινε σαφές ότι αυτή τη στιγμή λαμβάνεται μια κρίσιμη απόφαση: Πώς θα λειτουργήσει στην πράξη ο θεσμός των Πρότυπων Προτάσεων, τι δημοσιονομικούς κινδύνους έχουν, ποιες οι επιπτώσεις για τους πολίτες, αλλά κυρίως, ποια μπορεί να είναι η συμμετοχή του Δημοσίου στα συγκεκριμένα έργα. Οι Πρότυπες Προτάσεις αφορούν σε έργα, που αναλαμβάνει να προτείνει και να ωριμάσει ο ιδιωτικός τομέας μέσα από μια ειδική διαδικασία. Για τον σκοπό αυτό, θεωρούνται μια πρόσφορη λύση για περιπτώσεις έργων, που είτε δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ευρωπαϊκά κονδύλια με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα οδικά έργα που θα ανακουφίσουν το κυκλοφοριακό στην Αττική.
Πλην όμως, το Υπουργείο Υποδομών μέχρι πρότινος δεν είχε δείξει διάθεση να προχωρήσει στην αξιολόγηση των σχετικών προτάσεων που έχουν υποβληθεί εδώ και δύο χρόνια από εταιρείες μέλη του ΣΤΕΑΤ. Η στάση αυτή άλλαξε πρόσφατα με τον υφυπουργό Υποδομών, κ. Νίκο Ταχιάο, που έλαβε μέρος στο προαναφερθέν πάνελ να ανακοινώνει πλέον και επίσημα το νομοσχέδιο, αλλά να προειδοποιεί πολύ ξεκάθαρα ότι ο δημοσιονομικός χώρος είναι ελάχιστος και για Πρότυπες Προτάσεις και για ΣΔΙΤ, επομένως η χρηματοδοτική συμβολή του Δημοσίου στα εν λόγω έργα θα είναι αντίστοιχη.
Επιπλέον, ένα ακόμα βασικό κριτήριο για την αξιολόγηση των προτάσεων του ιδιωτικού τομέα, φαίνεται ότι θα είναι το να αφορούν λύσεις ικανές να ωριμάσουν και να υλοποιηθούν γρήγορα προκειμένου να εξασφαλιστεί η ταχύτερη και οικονομικότερη υλοποίηση.
Οι επεκτάσεις της Αττικής Οδού και οι υπόγειες κατασκευές στον Υμηττό
Ποια είναι όμως τα έργα που περιλαμβάνουν κυρίως οι «Πρότυπες Προτάσεις»; Τα εκτός κρατικού σχεδιασμού έργα μέσω του νέου θεσμού, περιλαμβάνουν νέες οδικές υποδομές στην Αττική συνολικού ύψους της τάξης των 2 δισ. ευρώ. Ο κ. Συριανός υπενθύμισε στην ίδια εκδήλωση, ότι στην Αθήνα υπάρχει πλέον «χάος και περιβαλλοντικό πρόβλημα» και επομένως νέες υποδομές και λύσεις όπως είναι οι υπόγειες κατασκευές, όπου χρειάζεται (π.χ. στον Υμηττό) είναι μονόδρομος. Για να προσθέσει ότι στις Πρότυπες Προτάσεις, που έχει καταθέσει ο ιδιωτικός τομέας ήδη στο υπουργείο Υποδομών, δεν προβλέπεται το δημόσιο να καταβάλει χρήματα, τουλάχιστον για τα πρώτα δέκα χρόνια. Οι όποιες πληρωμές, όπως είπε, παραπέμπονται στο μέλλον και σε ένα σύστημα με σκιώδη διόδια (διόδια επιχορηγούμενα από το δημόσιο). Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα του νέου μοντέλου έφερε την Ιταλία που έχει εφαρμόσει τις Πρότυπες Προτάσεις, έχοντας το «πράσινο φως» από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Υπενθυμίζεται ότι η Ιταλία, όπως άλλωστε και η χώρα μας, επιβαρύνεται με πολύ μεγάλο χρέος, αναζητώντας και αυτή, για τα έργα υποδομής, χρηματοδοτικές μεθόδους υλοποίησης που θα επιβαρύνουν λιγότερο τον κρατικό προϋπολογισμό.
Η «ανάσα» για την Αττική, αλλά και το υψηλό κόστος των έργων
Μιλώντας πάντως με νούμερα, το κόστος για τρεις από τις οδικές υποδομές που προτείνεται να κατασκευαστούν με την μέθοδο των Πρότυπων Προτάσεων, ανέρχεται θεωρητικά στα 1,5 δισ. ευρώ. Πρόκειται για τις επεκτάσεις της Αττικής Οδού προς Λαύριο, Ραφήνα και από περιφερειακή Υμηττού προς λεωφόρο Βουλιαγμένης – Σήραγγα Ηλιούπολης. Το σύνολο των έργων (ιδιαίτερα η Σήραγγα Ηλιούπολης που είναι μια παρέμβαση μέσα στον πυκνό αστικό ιστό), εκτιμάται ότι θα δώσει σημαντική “ανάσα” στην πρόσβαση προς τα νότια προάστια, ενισχύοντας παράλληλα την επέκταση του αστικού ιστού προς τα λιμάνια του Λαυρίου και της Ραφήνας, που αναμένεται να αναπτυχθούν σημαντικά τα επόμενα χρόνια.
Μια ακόμα Πρότυπη Πρόταση που έχει υποβληθεί μόνο από την ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, αφορά στην κατασκευή ενός νέου οδικού άξονα που θα συνδέσει την Ελευσίνα με τα Οινόφυτα, με εκτιμώμενο κόστος 500 εκατ. ευρώ. Το έργο αυτό αποσκοπεί στην ελάφρυνση του κυκλοφοριακού φόρτου στον άξονα της Λεωφόρου Κηφισού, που κρίνεται ότι έχει πλέον ξεπεράσει τα όριά του, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται καθημερινά μποτιλιαρίσματα για μεγάλο διάστημα της ημέρας. Στόχος είναι η δημιουργία ενός νέου αυτοκινητόδρομου, που θα συνδέει την Ελευσίνα με τα Οινόφυτα, συνδέοντας το δυτικό τμήμα της Αττικής Οδού και των νότιων οδικών αξόνων της Ελλάδας, με την περιοχή βόρεια των Οινοφύτων, παρακάμπτοντας το οδικό δίκτυο της Αττικής. Ο άξονας αυτός θα ξεκινά από την περιοχή του Αγ. Λουκά στο Θριάσιο Πεδίο και θα καταλήγει στον ΠΑΘΕ, στην περιοχή των Οινοφύτων, έχοντας μήκος 40 χιλιομέτρων. Ο σχεδιασμός προβλέπει δύο λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, με ανισόπεδους κόμβους και μια σειρά παράπλευρων και κάθετων δρόμων για αποκατάσταση της συνέχειας και της δομής του υφιστάμενου τοπικού οδικού δικτύου.
Στο μικροσκόπιο η δημοσιονομική επιβάρυνση
Καθώς όμως το μοντέλο των Πρότυπων Προτάσεων δεν έχει δοκιμαστεί ξανά στην Ελλάδα και τα χρήματα για τα προτεινόμενα έργα είναι πολλά, η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υποδομών εμφανίζεται εμφανώς επιφυλακτική ως προς την ενδεχόμενη δημοσιονομική επιβάρυνση από αυτά.
Ήδη, ο υπουργός Υποδομών κ. Χρήστος Σταϊκούρας ανέφερε δημόσια από το βήμα του ίδιου συνεδρίου για τις υποδομές, ότι « δεν μπορούμε να μοιράζουμε δισεκατομμύρια για νέα έργα, αν δεν έχουμε εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, ειδικά όταν χρειάζονται πόροι και για την εκτέλεση υφιστάμενων έργων». Παρότρυνε επίσης τις εταιρείες που υλοποιούν έργα με συγχρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης να επιταχύνουν για να μην χαθούν πόροι.
Σε ένα τέτοιο κλίμα, το υπουργείο Υποδομών έχει βάλει στο μικροσκόπιο τις Πρότυπες Προτάσεις και είναι σίγουρο ότι ενόψει του σχετικού νομοσχεδίου θα ζητήσει από τους προτείνοντες ακόμα πιο αναλυτική αιτιολόγηση των οικονομοτεχνικών παραμέτρων.
Μια νέα αποστολή για τον κ. Συριανό
Εδώ εντοπίζεται και η νέα αποστολή που ανέλαβε αυτοβούλως ο πρόεδρος του ΣΤΕΑΤ. Όπως τόνισε χαρακτηριστικά «πρέπει να εξηγήσουμε αναλυτικά το αμέσως επόμενο διάστημα, γιατί τα έργα αυτά δεν θα επιβαρύνουν το Δημόσιο, παρά μόνον μελλοντικά και όταν ο πολίτης ξεκινήσει να απολαμβάνει την ωφέλεια από αυτά».Πρόκειται για μια δύσκολη αποστολή, ακόμα και για τον κ. Συριανό, ο οποίος θεωρείται ως ο “πνευματικός” πατέρας των Πρότυπων Προτάσεων. Ξεκίνησε να ασχολείται με το νέο αυτό μοντέλο πολλά χρόνια πριν. Προ εξαετίας μπορούσε να τον δει κανείς σε σχετικές με την προετοιμασία των επεκτάσεων της Αττικής Οδού ενημερωτικές συναντήσεις με άμεσα εμπλεκόμενους φορείς σε περιοχές όπως η Ραφήνα και το Λαύριο σημεία -κλειδιά για τα έργα.
Το υπουργείο Υποδομών αναγνωρίζει πάντως, ότι το κυκλοφοριακό πρόβλημα της Αθήνας χειροτερεύει κάθε χρόνο, ότι η Ε.Ε. δεν εγκρίνει πλέον χρηματοδοτήσεις μέσω ΕΣΠΑ για οδικά έργα στην Αττική και ότι τα προτεινόμενα έργα είναι ανταποδοτικά και θα λειτουργούν με τη συμβολή των χρηστών ( διόδια). Σε ότι όμως αφορά τα “σκιώδη” διόδια και το ύψος της κρατικής συμμετοχής θα βρεθούν πολύ σύντομα στην αιχμή του δόρατος ως βασική παράμετρος για να προχωρήσουν τα έργα.
Απλή διαδικασία
Θετικό στοιχείο για τις Πρότυπες Προτάσεις, είναι ότι συνδέονται με απλή και γρήγορη διαδικασία ξεκινώντας από την υποβολή και καταλήγοντας στη σύμβαση. Ο ιδιώτης, υποβάλλει την πρόταση στην σχετική ηλεκτρονική πλατφόρμα, περιγράφοντας το αντικείμενο της σύμβασης, την αναλυτική τεκμηρίωση της αξία της προτεινόμενης επένδυσης, ενώ περιλαμβάνεται και μελέτη κόστους-οφέλους. Επίσης, για την υποβολή της πρότυπης πρότασης απαιτείται η καταβολή παραβόλου, υπέρ του Δημοσίου, ύψους ίσου με ποσοστό 1‰ επί της προϋπολογιζόμενης αξίας του έργου.
Στη συνέχεια, η πρόταση αξιολογείται από την Επιτροπή Αξιολόγησης κι εφόσον εισηγηθεί την έγκρισή της, ο αρμόδιος Υπουργός καλείται να την εισάγει προς τελική κρίση στην Κυβερνητική Επιτροπή Συμβάσεων Στρατηγικης Σημασίας. Εφόσον εγκριθεί το έργο, ξεκινά η διαγωνιστική διαδικασία, όπου μπορούν να συμμετέχουν κι άλλες εταιρείες. Αναφορικά με το είδος των Συμβάσεων, φαίνεται ότι οι Πρότυπες Προτάσεις θα περιοριστούν σε συμβάσεις παραχώρησης ή ΣΔΙΤ. Οι πρώτες, διευκολύνουν κατά κανόνα την μικρότερη συμμετοχή του Δημοσίου σε αντίθεση με τις συμβάσεις ΣΔΙΤ που απαιτούν μεγαλύτερη συμμετοχή.